χρηστολογία

χρηστολογία
χρηστο-λογία, ,
A fair speaking, in bad sense, Ep.Rom.16.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρηστολογία — χρηστολογίᾱ , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc/acc dual χρηστολογίᾱ , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίᾳ — χρηστολογίαι , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc pl χρηστολογίᾱͅ , χρηστολογία fair speaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογία — ἡ, ΜΑ [χρηστολόγος] (με αρνητική σημ.) η χρησιμοποίηση ωραίων λόγων με σκοπό την εξαπάτηση αρχ. (με θετ. σημ.) το να λέει κανείς χρηστά λόγια …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογίας — χρηστολογίᾱς , χρηστολογία fair speaking fem acc pl χρηστολογίᾱς , χρηστολογία fair speaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίαν — χρηστολογίᾱν , χρηστολογία fair speaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίαις — χρηστολογία fair speaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογικός — ή, όν, Μ [χρηστολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηστολόγο ή στην χρηστολογία. επίρρ... χρηστολογικῶς Μ με χρηστή λεκτική έκφραση …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՂՑՐԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0973 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 12c ա. χρηστολογία suavis sermo, blandiloquentia. Բան քաղցր՝ ամոքիչ ʼի բարին, կամ հրապուրիչ ʼի չար անդր. անուշ խօսք, անուշ լեզու. *ունիցիք բանս քաղցրունս ... քաղցրաբանութեամբն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”